προξένους

προξένους
πρόξενος
public
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Προξένους — Πρόξενος public masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος, Αναστάσιος — (18ος αι.). Nαυτικός από την Πάτρα. Κατετάγη ως αξιωματικός στον στόλο του Λάμπρου Κατσώνη και διακρίθηκε στις διάφορες ναυμαχίες εναντίον των Οθωμανών, την περίοδο 1787 92. Μορφωμένος και γλωσσομαθής όπως ήταν, χρησιμοποιήθηκε από τον Κατσώνη ως …   Dictionary of Greek

  • Περίδης, Παρθένης — (1810 – 1903). Μοναχός και αγωνιστής. Αρχικά ήταν μοναχός στη μονή της Γωνιάς στην Κρήτη και το 1834 χειροτονήθηκε διάκονος. Λίγο αργότερα πήγε στην Ύδρα, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο και από εκεί πήγε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”